- περισκληρύνω
- Α [περίσκληρος]σκληρύνω, καθιστώ κάτι σκληρό ολόγυρα, κατασκληρύνω («δέρμα περισκληρύνει», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισκληρύνει — περισκληρύ̱νει , περισκληρύνω make hard all round aor subj act 3rd sg (epic) περισκληρύ̱νει , περισκληρύνω make hard all round pres ind mp 2nd sg περισκληρύ̱νει , περισκληρύνω make hard all round pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)